- προσδιαρθρώσων
- προσδιαρθρόωdetail besidesfut part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσδιαρθρώ — όω, Α 1. διαμελίζω επί πλέον 2. μτφ. ερμηνεύω κάτι ακόμη λεπτομερώς («οὐ γὰρ ἱκαναὶ αἱ ἔννοιαι ἀποφῆναι σοφόν, ἂν μὴ ᾖ ὁ προσδιαρθρώσων», Ανώτ. π. Θεαίτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + διαρθρῶ «διακρίνω, διαπλάσσω, διαμορφώνω»] … Dictionary of Greek